αστέρευτος
Смотреть что такое "αστέρευτος" в других словарях:
αστέρευτος — η, ο 1. εκείνος που δεν στερεύει, ο αέναος («αστέρευτη βρύση, αστέρευτα δάκρυα») 2. ο ανεξάντλητος («αστέρευτα πλούτη, αστέρευτη δυστυχία») … Dictionary of Greek
αστέρευτος — η, ο 1. εκείνος που δεν στερεύει, ο αέναος («αστέρευτη βρύση, αστέρευτα δάκρυα») 2. ο ανεξάντλητος («αστέρευτα πλούτη, αστέρευτη δυστυχία») … Dictionary of Greek