αστέρευτος

αστέρευτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αστέρευτος" в других словарях:

  • αστέρευτος — η, ο 1. εκείνος που δεν στερεύει, ο αέναος («αστέρευτη βρύση, αστέρευτα δάκρυα») 2. ο ανεξάντλητος («αστέρευτα πλούτη, αστέρευτη δυστυχία») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»